-
1 νηστήσιμος
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > νηστήσιμος
См. также в других словарях:
αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… … Dictionary of Greek
αρτυμένος — και σμένος, η, ο [αρτύω] 1. αυτός που έφαγε ή απλώς δοκίμασε κάτι το οποίο δεν είναι νηστήσιμο 2. (για φαγητό) εκείνο που έχει γίνει νοστιμότερο με την προσθήκη λαδιού, αλατιού, μυρωδικών κ.λπ. 3. το φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο … Dictionary of Greek
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek
γιουβέτσι — και γκιουβέτσι, το 1. πήλινο σκεύος, πλατύ και ρηχό, για φαγητό τού φούρνου 2. φαγητό τού φούρνου (κρέας με ζυμαρικά ή λαχανικά ή νηστήσιμο μόνο με λαχανικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. guvez] … Dictionary of Greek
αρτυμή — η [αρτύνω] 1. άρτυμα, καρύκευμα 2. προσφάι 3. όποιο φαγητό δεν είναι νηστήσιμο … Dictionary of Greek
νηστήσιμος — η, ο 1. (για εδέσματα) αυτός που τρώγεται ή που είναι κατάλληλος να τρώγεται κατά τη διάρκεια νηστείας («έτσι το φαγητό, πάντοτε νηστήσιμο, είναι αγγαρεία», Ζ. Παπαντ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή κατά τη διάρκειά του τηρείται… … Dictionary of Greek